Τον 19ο αιώνα, αλλά και ένα μέρος του 20ου τα παντοπωλεία πωλούσαν κατά κόρον χύμα προϊόντα.
Η ζυγαριά τους αποτελούσε βασικό εργαλείο δουλειάς και πήρε με την θέση της βασική θέση στις αναμνήσεις όλων μας για τα παλιά παντοπωλεία.
Το ζύγισμα γινόταν με την χρήση αντίβαρων, τα οποία αποτελούσαν μέτρο της αξιοπιστίας του κάθε μπακάλη, καθώς ποτέ δεν έλειπαν οι διαφωνίες για το βάρος.
Έως το 1959, το ζύγισμα γίνονταν με την χρήση της οκάς, η οποία αποτελούσε απομεινάρι από τους οθωμανικούς χρόνους.
Στα καθημερινά μετρήματα οι καταναλωτές, στα ψώνια τους, στις σπιτικές τους σοδειές και προμήθειες χρησιμοποιούσαν την οκά και τα δράμια, το γαλόνι, τη λίτρα.
Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια. Έτσι, μια οκά ισούταν με 1,2829 κιλά και ένα δράμι με 3,20725 γραμμάρια.
Υπήρχε και μία σειρά από φράσεις της καθημερινής ζωής σε σχέση με τα μετρικά συστήματα. «Όπου κι αν πας, η οκά έχει τετρακόσια δράμια» έλεγε μία φράση, που σήμαινε ότι, όπου κι αν γυρίσεις, θα βρεις την ίδια λογική, τις ίδιες απαιτήσεις. Για τους έξυπνους λέμε ακόμη ότι «τά ‘χουν τετρακόσια», εννοώντας τα μυαλά τους, όπως τα δράμια η οκά.
Εν τέλει, στις 31 Μαρτίου του 1959, με ειδικό νόμο και μακρά προετοιμασία, καταργήθηκε διά παντός η οκά. Η Ελλάδα εναρμονίστηκε με τον πολιτισμένο κόσμο υιοθετώντας το κιλό.
Οι γυναίκες της γειτονιάς, που βγήκαν στους δρόμους για να ψωνίσουν έτριβαν έκπληκτες τα μάτια τους με τις τιμές που έβλεπαν αναρτημένες στα διάφορα προϊόντα. Το ψωμί 5 δραχμές, το κρέας 28, το ρύζι, η ζάχαρη, το λάδι, τα μακαρόνια, όλα πιο φτηνά περίπου 25%. Αλλά, όπως όλα τα θαύματα, έτσι και αυτό κράτησε λίγο… Οι τιμές αντιστοιχούσαν στα νέα σταθμά. Πέντε δραχμές είχε το κιλό το ψωμί και 28 το κιλό το κρέας, και όχι η οκά.
Η χρήση της ζυγαριάς με τα σταθμά άρχισε να περιορίζεται με την εμφάνιση των σύγχρονων ζυγαριών. Επίσης, τα παντοπωλεία ύστερα από το 1960, εμπορευόντουσαν όλο και λιγότερο χύμα προϊόντα, καθώς τα συσκευασμένα είδη άρχισαν να επικρατούν στα ράφια τους και στα ψυγεία.