Μια ακόμη περιπλάνησή σε ιστορίες ανά την Ελλάδα και τα χρόνια. Για τους «τα πάντα πωλούνται», δηλαδή τους παντοπώλες και τα παντοπωλεία. Στην Ξυλόπολη Θεσσαλονίκης για να πάρουμε μια φευγαλέα εικόνα της σημασίας των παντοπωλείων στην καθημερινότητα των ανθρώπων τότε.
Η καθημερινή λαϊκή ορολογία της εποχής ήταν βέβαια διαφορετική, «μπακάληδες» και «μπακάλικα» (από το αραβοτουρκικό bakkal). Στην Ξυλόπολη υπήρχαν πολλά τέτοια, άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα και μερικά ενδιάμεσα.
Στον μαχαλά μας μεσουρανούσε το μπακάλικο του «ΒΑΓΓΕΛΗ». και τι δεν ήταν αυτός ο Βαγγέλης. Πίσω από το όνομα του μπακάλη κρυβόταν ο γιατρός, ο μηχανικός, ο ρήτορας, ο παιδονόμος, ο εξομολόγος και ό,τι βάλει ο νους σου.
Ο μπακάλης ήταν ο «δικός μας άνθρωπος». Τον γνωρίζαμε, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά του. Μας ήξερε κι αυτός, με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας. Τον εμπιστευόμασταν και μας καταλάβαινε. Άκουγε με κατανόηση το «δεν έχω τώρα, γράψ’ τα και στα δίνω αργότερα» κι είχε την υπομονή να περιμένει τα χρωστούμενα. Του λέγαμε «καλημέρα» και μας χαμογελούσε, ακόμα κι αν ήταν στενοχωρημένος. Όχι γιατί σκεφτόταν πως «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», αλλά γιατί είμαστε γνωστοί του. Αλλά κι όταν νευρίαζε, επειδή καθυστερούσαμε πολύ να ξεπληρώσουμε τα «βερεσέδια», φρόντιζε να μας το υπενθυμίζει χωρίς να μας προσβάλλει για την οικονομική αδυναμία μας. Το πολύ-πολύ να μας ψιθύριζε στ’ αυτί πως «το τεφτέρι γέμισε και κάτι πρέπει ν’ αρχίσουμε να σβήνουμε». Ήθελε το κέρδος, αλλά δεν ήταν αχόρταγος και δεν «πατούσε επί πτωμάτων». Υπήρχαν και παραδόπιστοι, βέβαια, αλλά ήταν εξαιρέσεις.
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες, τα ζυμαρικά, τον ρουχισμό και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς.
Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό.
Τα βράδια η μυρωδιά του τυριού, της λακέρδας, της ρέγκας και του μπακαλιάρου τραβούσε σαν μαγνήτης τους ξεροσφύριδες που με συνοδεία ένα «κατοσταράκι» ούζο δίπλα στα βαρέλια του λαδιού και του φωτιστικού πετρελαίου έσβηναν τον κάματο της βασανιστικής ημέρας. Μυρωδιές και εικόνες μια άλλης εποχής η οποία έχει εκλείψει.
Η μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού και του χύμα λαδιού ήταν διάχυτη παντού. Τα τσουβάλια με τα όσπρια τα οποία αποτελούσαν και τα καθίσματα των θαμώνων ανέδυαν ένα πλήθος οσμών. Το πράσινο σαπούνι για λούσιμο για μπάνιο στη σκάφη, ROL σκόνη μικρό κουτί (για οικονομία) για πλύσιμο ρούχων σε συνδυασμό με μια πλάκα μεγάλη άσπρο σαπούνι από ποτάσα, ένα μπουκάλι χύμα λάδι και μια ρέγκα από το ξυλοκιβώτιο λίγο μεγαλούτσικη για να φτουρίσει αποτελούσαν τα συνηθισμένα ψώνια..
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος κάποτε, πριν πολλά χρόνια. Όταν τα μετρώ μου φαίνονται τόσο πολλά. Κι όμως τα θυμάμαι όλα τόσο ξεκάθαρα, σαν να ’ταν μόλις χθες.
Μετά το σούρουπο, όλοι οι άντρες, νέοι και γέροι της γειτονιάς ανηφόριζαν προς το μπακάλικο. Έπαιρνε ο καθένας τη θέση του και άρχιζε η συνεδρίαση. Στην αρχή όλοι ήταν λιγομίλητοι. μετά το δεύτερο-τρίτο ποτηράκι θαρρείς και λύνονταν η γλώσσα τους.
Οι γέροι κάθονταν στα ξεθωριασμένα καφετιά τσουβάλια και συζητούσαν για τα περασμένα. Καθώς μιλούσαν, οι ιστορίες τους άρχιζαν να ξετυλίγονται, η γνωστή, συνηθισμένη λιτανεία των απερίγραπτων τραγωδιών, που έζησαν οι πατεράδες και οι παππούδες τους, που είχαν πέσει θύματα της βίας των Βουλγάρων και των Τούρκων, θείοι που είχαν ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου, τα νεογέννητα του Βασιλείου Βαγγέλη που πνίγηκαν στην κολυμπήθρα, ο πρόκριτος Χαριζάνης που δηλητηρίασαν οι Βούλγαροι, οι Γιουρούκοι που σκοτώθηκαν έξω από το χωριό και τόσα άλλα.
«Για πόσα χρόνια Έλληνες και Βούλγαροι στην Ξυλόπολη ζούσαν μέσα σε διενέξεις και αλληλοσκοτωμούς».
Συναγωνίζονταν για το ποιος θα πρωτοπεί τη δική του ιστορία.
Λίγο πιο κάτω από το μπακάλικο του «Βαγγέλη» στην μικρή πλατειούλα, το πηγάδι, στο οποίο οι γυναίκες ανεβοκατέβαζαν τις χειροκίνητες αντλίες προκειμένου να κουβαλήσουν στο σπίτι τους νερό για το μαγείρεμα, ενώ τα τελευταία γαϊδουράκια με βαρυφορτωμένα σαμάρια έσερναν αργά τα βήματά τους επιστρέφοντας από την κουραστική μέρα.
Έτσι, κυλούσαν οι μέρες στην Ξυλόπολη και οι άνθρωποι της ζούσαν στο μπακάλικο του «Βαγγέλη» αυθεντικά την ζωή τους.