Το δεφτέρι ή μπακαλοδέφτερο

Με τους συναλλασσόμενους και τόσες συναλλαγές, συχνά επί αρκετά μακρύ χρονικό διάστημα, υπήρχε πρόβλημα να θυμάται κάποιος λεπτομερώς το χρέος του. Πολύ πιο δύσκολο ήταν, βέβαια, για τον καταστηματάρχη που δεν είχε ένα και δύο, αλλά δεκάδες και εκατοντάδες πελάτες. Γι’ αυτό υπήρχε ένα μικρών διαστάσεων τετράδιο στο οποίο καταγραφόταν το κόστος των αγορασμένων αγαθών ή της κατανάλωσης. Συχνά μάλιστα η καταγραφή γινόταν με το μολύβι που είχε τοποθετήσει ο καταστηματάρχης στο αυτί του. Το μικρό αυτό σημειωματάριο ήταν γνωστό ως δεφτέρι, τεφτέρι ή διφτέρι.

Πρόκειται και πάλι για τούρκικη λέξη (defter) που σημαίνει κατάστιχο, την οποία οι Τούρκοι είχαν προηγουμένως δανεισθεί από την αρχαιοελληνική λέξη διφθέρα. Η αρχική έννοια δήλωνε το κατεργασμένο δέρμα πάνω στο οποίο έγραφαν (διφθέρα βίβλος, διφθέραι ιεραί κλπ). Αργότερα ονομάστηκαν έτσι τετράδια και από άλλα υλικά (λ.χ. διφθέραι χαλκαί).

Η ρίζα της λέξης έμεινε και σε ένα ιατρικό όρο, τη διφθερίτιδα, επειδή αμυγδαλές και παρίσθμια καλύπτονται με μεμβράνες.

Συχνά το δεφτέρι των βερεσέδων λεγόταν και μπακαλοδέφτερο, επειδή η κύρια χρήση του (αλλά όχι η μόνη) ήταν στα μπακάλικα. Bakkal είναι στα τούρκικα το παντοπωλείο, που ήταν ο κύριος προμηθευτής κάθε είδους φαγώσιμου αλλά και ποικίλων ειδών, όπως π.χ. φυτίλια για γκαζόλαμπες, παντικοπαγίδες, φωτιστικό πετρέλαιο, κλωστές για κέντημα, καρούλια για περμανάντ κ.ά.

Έτσι, λοιπόν, μετά την αγορά επί πιστώσει έπρεπε να γραφτεί μπροστά στον πελάτη το είδος και το ποσόν που χρεωνόταν.

«Γράφτα» ήταν η οδηγία του πελάτη.

«Γράφτα και κλάφτα», ήταν η γκρίνια του εμπόρου, που φοβόταν μήπως η συμφωνία αθετηθεί και δεν καταβληθεί το ποσόν. Υπήρχε δυσπιστία και από τις δύο πλευρές. Ο πελάτης φοβόταν το φούσκωμα του λογαριασμού είτε κατά το γράψιμο (συχνά δυσανάγνωστο) είτε κατά την άθροιση πριν την πληρωμή, γι’ αυτό και άφηνε απλήρωτο ένα μικρό υπόλοιπο.

Ο έμπορας από την άλλη πλευρά φοβόταν το «φέσι». Άλλωστε δεν ήταν σπάνιες οι μετακομίσεις των οφειλετών σε άλλες γειτονιές, οι μεταθέσεις των υπαλλήλων, οι πραγματικές ή οι προσχηματικές διενέξεις ώστε να βρεθεί αφορμή αποχώρησης και … μονομερούς διαγραφής του χρέους .

Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι διαδικασίες εξελίσσονταν ομαλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο έμπορος μετά την πληρωμή έδειχνε την ικανοποίηση του κερνώντας τους πελάτες ένα τσιπουράκι με ελιά ή με ξερό σύκο, για τους άνδρες, ένα λουκούμι ή άλλο κέρασμα για τις γυναίκες.

Όσοι δεν πλήρωναν, υποχρεώνονταν αργά ή γρήγορα να αλλάξουν κατάστημα, ξεκινώντας νέα βερεσέδια.

Βέβαια, και οι καταστηματάρχες δεν παραιτούνταν από τα δικαιώματα τους, τα οποία διεκδικούσαν σταθερά, κάποτε και μετά πολύ καιρό, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Υπήρχαν και οι σχετικές παροιμίες:

«Ο διάολος σαν μουφλουζέψει τα παλιά δεφτέρια πιάνει».

«Ο Εβραίος σαν φτωχάνει, τα παλιά δεφτέρια πιάνει».

Όταν δηλαδή κάποιος πτωχεύσει, θυμάται τα παλαιά χρωστούμενα και τα διεκδικεί.

Είναι σίγουρο ότι σήμερα κανείς νέος δεν ξέρει την ιστορία του βερεσέ, κι όσοι παλιότεροι την ξέρουν μάλλον την έχουν ξεχάσει. Υπάρχει άλλωστε η σύγχρονη εκδοχή του βερεσέ με τις τραπεζικές πιστωτικές κάρτες.

Πηγή:www.siatista-info.com/

Αφήστε μια απάντηση